πολυόρνιθος

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A abounding in birds, αἶα E.IT435 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 667] reich an Vögeln, αἶα, Eur. I. T. 435.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόρνῑθος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πτηνά, αἶα Εὐρ. Ι. Τ. 435.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en oiseaux.
Étymologie: πολύς, ὄρνις.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός στον οποίο ζουν πολλά πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄρνις, -ιθος «πτηνό, πουλί»].

Greek Monotonic

πολυόρνῑθος: -ον (ὄρνις), πλούσιος σε πτηνά, σε Ευρ.