πολυχειρία

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A multitude of hands, i.e. workmen or assistants, Th.2.77, X.Cyr.3.3.26, Arist.Mu.398b12, Man. ap. J.Ap.1.26.    II possession of many hands, Βριάρεω π. Polem.Cyn.43.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, Menge von Händen, Βριάρεω, Polem. 1, 43; von Arbeitern, Helfern, Thuc. 2, 77; Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 8, 5, 2; D. Sic. 11, 2, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχειρία: ἡ, πλῆθος χειρῶν, δηλ. ἐργατῶν ἢ βοηθῶν, Θουκ. 2. 77, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχε(ι)ρία· πλῆθος ἐργαζομένων καὶ ἀνυόντων».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
multitude de bras, d’ouvriers ou de personnes.
Étymologie: πολύχειρ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πολύχειρος
1. το πλήθος τών χεριών, δηλ. εργατών, βοηθών
2. η ιδιότητα του πολύχειρου, το να έχει κανείς πολλά χέρια.

Greek Monotonic

πολῠχειρία: ἡ, πλήθος χεριών, δηλ. εργάτες ή βοηθοί, σε Θουκ., Ξεν.