πολύχειρος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 677] = πολύχειρ; δύναμις, Heraclid. alleg. 25; aber f. l. bei Alcidam. de sophist. p. 678, 13, Bekker πολὺ χείρους.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχειρος: -ον, = πολύχειρ, Ἡρακλείδου Ἀλληγ. 25.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύχειρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει πολλά χέρια
αρχ.
αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χειρος (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. ποικιλόχειρος].