πουλύς

Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

πουλύ, Ion. for πολύς, πολύ, Ep., but not in Ion. Prose. πουμμά (ποῦμμα cod.): ἡ τῆς χειρὸς πυγμή, Hsch. πουνιάζειν· παιδικοῖς χρῆσθαι, πούνιον γὰρ ὁ δακτύλιος, Id.

German (Pape)

[Seite 691] neutr. πουλύ, ep. = πολύς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πουλύς: πουλύ, Ἰων. ἀντὶ πολύς, πολύ, Ἐπικ. ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἰώνων.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολύς.

English (Autenrieth)

see πολύς.

Greek Monolingual

-λή, -ύ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. πολύς.

Greek Monotonic

πουλύς: πουλύ, Επικ. αντί πολύς, πολύ.