πουλύς
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
πουλύ, Ion. for πολύς, πολύ, Ep., but not in Ion. Prose. πουμμά (ποῦμμα cod.): ἡ τῆς χειρὸς πυγμή, Hsch. πουνιάζειν· παιδικοῖς χρῆσθαι, πούνιον γὰρ ὁ δακτύλιος, Id.
German (Pape)
[Seite 691] neutr. πουλύ, ep. = πολύς, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολύς.
Greek (Liddell-Scott)
πουλύς: πουλύ, Ἰων. ἀντὶ πολύς, πολύ, Ἐπικ. ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἰώνων.
English (Autenrieth)
see πολύς.
Greek Monolingual
-λή, -ύ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. πολύς.
Greek Monotonic
πουλύς: πουλύ, Επικ. αντί πολύς, πολύ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πουλύς poët. voor πολύς.