πρόβα
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. poét. impér. ao. de προβαίνω.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΝ
δοκιμή, ιδίως ενδύματος
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
2. φρ. «πρόβα τζενεράλε» — η τελευταία γενική δοκιμή πριν από την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prova < λατ. probo «δοκιμάζω»].
Greek Monotonic
πρόβα: αντί προβῆθι, προστ. αορ. βʹ του προβαίνω.