πρόβα

Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. poét. impér. ao. de προβαίνω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΝ
δοκιμή, ιδίως ενδύματος
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
2. φρ. «πρόβα τζενεράλε» — η τελευταία γενική δοκιμή πριν από την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prova < λατ. probo «δοκιμάζω»].

Greek Monotonic

πρόβα: αντί προβῆθι, προστ. αορ. βʹ του προβαίνω.