πολύπικρος

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A very keen or bitter: neut. pl. as Adv., Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.

German (Pape)

[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très amer.
Étymologie: πολύς, πικρός.

English (Autenrieth)

neut. pl. as adv., very bitterly, Od. 16.255†.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικρα
με πολύ πικρό τρόπο.
επίρρ...
πολυπίκρως Μ
με πολλή πίκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πικρός.

Greek Monotonic

πολύπικρος: -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.