πρόπαππος

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,

   A great-grandfather, And.2.26 codd., Lys.14.39, Pl. Ti.20e.    2 grandfather, M.Ant.1.4.

German (Pape)

[Seite 738] ὁ, der vor dem Großvater vorhergeht, Urgroßvater; Plat. Tim. 20 e; Andoc. 1, 106.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πατήρ, Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ πρόπαππος, ὡς Ἰσοκράτης· τάχα δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» Πολυδ. Γ΄, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bisaïeul.
Étymologie: πρό, πάππος.

Greek Monolingual

ο / πρόπαππος, ΝΜΑ πάππος/πάπος]
ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς.

Greek Monotonic

πρόπαππος: ὁ, ο πατέρας του παππού, σε Ρητ.