πάπος

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

(I)
ο
η αρσενική πάπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπια, κατά τα αρσ. σε -ος].
(II)
ό, Α
βλ. πάππος.