προσαπτέον

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A one must apply or attach, εἰκόνα τισί Pl.R.517b; τοῖς τέκνοις ἔγκλημα Porph.Chr.71.    2 one must attribute, τινί τι Plb. 2.60.2.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσάπτω, δεῖ προσάπτειν, τινί τι Πλάτ. Πόλ. 517Α. 2) πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ, Ἀράτω οὐ προσαπτέον παρανομίαν Πολύβ. 2. 60, 2.

Greek Monotonic

προσαπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εφαρμόσει, τινί τι, σε Πλάτ.