προσαπτέον

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαπτέον Medium diacritics: προσαπτέον Low diacritics: προσαπτέον Capitals: ΠΡΟΣΑΠΤΕΟΝ
Transliteration A: prosaptéon Transliteration B: prosapteon Transliteration C: prosapteon Beta Code: prosapte/on

English (LSJ)

A one must apply or attach, εἰκόνα τισί Pl.R. 517b; τοῖς τέκνοις ἔγκλημα Porph.Chr.71.
2 one must attribute, τινί τι Plb. 2.60.2.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσάπτω, δεῖ προσάπτειν, τινί τι Πλάτ. Πόλ. 517Α. 2) πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ, Ἀράτω οὐ προσαπτέον παρανομίαν Πολύβ. 2. 60, 2.

Greek Monotonic

προσαπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εφαρμόσει, τινί τι, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσαπτέον, adj. verb. van προσάπτω, (het) moet worden toegepast.