προσορέγομαι
German (Pape)
[Seite 775] den. pass., sich wonach ausstrecken, sich einem Orte, einer Person nähern, sie für sich zu gewinnen suchen, ἔτι πλέον προσωρέγοντό οἱ, Her. 7, 6.
French (Bailly abrégé)
tendre les mains vers, presser vivement, τινι.
Étymologie: πρός, ὀρέγω.
Greek Monotonic
προσορέγομαι: Μέσ., εκτείνομαι προς τα εμπρός, λαχταρώ, τινί, σε Ηρόδ.