neut. pl. used as Adv.,
A v. πυκνός B. 11.
[Seite 815] als adv. gebr. neutr. plur. von πυκινός, w. m. s. Vgl. auch πύκα.
Αβλ. πυκνός.
πῠκῐνά: ουδ. πληθ. που χρησιμ. ως επίρρ.· βλ. πυκνός Β.