πριονώδης
English (LSJ)
ες,
A like a saw, serrated, Thphr.HP1.10.5; κῶλα AP 7.196 (Mel.); σχήματα Clytus 1; in form πρῑονοειδής, Gal.2.737. Adv. -δῶς Dsc.1.108, al. [ῐ in APl.c.]
German (Pape)
[Seite 702] ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πρῑονώδης: -ες, = πριονοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. πρίων].
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. πριονοειδής.
Étymologie: πρίων, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πρίων, -ονος)
πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.).
επίρρ...
πριονωδῶς Α
με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά.
Greek Monotonic
πριονώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πριόνι, σε Ανθ. (ῐ, χάριν μέτρου).