πώλης

Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seller, dealer, found only in compds., exc. in Ar. Eq.131, 133, 140 (used comically, as the last part of an intended compd.).

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, der Verkäufer, Ar. Equ. 131. 133, häufiger in compp.

Greek (Liddell-Scott)

πώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν, πωλητής· εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει πλὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 131, 133, 140· καὶ ἐνταῦθα δ’ ἔτι κεῖται κωμικῶς ὡς τὸ δεύτερον συνθετικὸν μέρος συνθέτου ὀνόματος, ὅπερ δὲν λέγεται πλῆρες.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vendeur.
Étymologie: πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε < τα συνθ. σε -πώλης κατ' απόσπαση].

Greek Monotonic

πώλης: -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, πωλητής, σε Αριστοφ.