σιτηγία

Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A conveyance or importation of corn, ἡ σ. ἡ εἰς Ῥόδον D.56.11.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Getreideführen, -hinschaffen, εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 11.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγία: ἡ, εἰσαγωγὴ σίτου, εἰς τόπον Δημ. 1286. 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge du transport des blés ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ σιτηγός
μεταφορά, εισαγωγή σιταριού.

Greek Monotonic

σῐτηγία: ἡ, μεταφορά ή εισαγωγή σιτηρών, σε Δημ.