σκολίωμα

Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bend, curve, Str.2.4.4, 4.3.3.

German (Pape)

[Seite 902] τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σκολίωμα: τό, καμπή, κυρτότης, λοξότης, Στράβ. 107, 193.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
courbure, obliquité.
Étymologie: σκολιόω.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σκολιῶ
1. κύρτωμα, καμπύλωμα
2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή.

Greek Monotonic

σκολίωμα: -ατος, τό (σκολιός), καμπή, κυρτότητα, στράβωμα, σε Στράβ.