στράβωμα

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

το, Ν στραβώνω
1. το να γίνει στραβό, κυρτό κάτι, στρέβλωση, κύρτωση («το σίδερο θέλει κι άλλο στράβωμα»)
2. μετατόπιση από την ευθεία, το να γίνει κάτι λοξό
3. τύφλωση, απώλεια της όρασης.