σοφιστέον

Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A one must contrive, ὅπως ἂν . . Arist.Pol.1319b25.

Greek (Liddell-Scott)

σοφιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μηχανευθῇ, ἐπινοήσῃ, ὅπως ἄν.. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19.

Greek Monotonic

σοφιστέον: ρημ. επίθ. του σοφίζομαι, πρέπει κάποιος να επινοήσει τέχνασμα, σε Αριστ.