συγγηθέω

Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

pf. -γέγηθα,

   A rejoice with, τινι E.Hel.727.

German (Pape)

[Seite 961] (s. γηθέω), sich mitfreuen, ξυγγέγηθα, Eur. Hel. 732.

Greek (Liddell-Scott)

συγγηθέω: πρκμ. -γέγηθαι, χαίρω μετά τινος, τινι, Εὐριπ. Ἑλλ. 727· συγγήθω, Θεόδ. Στουδ. 369D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se réjouir avec, τινι.
Étymologie: σύν, γηθέω.

Greek Monotonic

συγγηθέω: παρακ. -γέγηθα, χαίρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.