οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
v. γηθέω.
see γηθέω.
γέγηθα: αρακ. του γηθέω.
γέγηθα: pf. praes. к γηθέω.
γέγηθα indic. perf. act., zie γηθέω.