γέγηθα

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

French (Bailly abrégé)

v. γηθέω.

English (Autenrieth)

see γηθέω.

Greek Monotonic

γέγηθα: αρακ. του γηθέω.

Russian (Dvoretsky)

γέγηθα: pf. praes. к γηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέγηθα indic. perf. act., zie γηθέω.