συγγείτων

Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A bordering, neighbouring, γαῖα E.Supp.386, cf. Epigr. in POxy.662.43 (Leon.): as Subst., PLond.5.1708.188.

German (Pape)

[Seite 961] ονος, benachbart, angränzend, γαῖα, Eur. Suppl. 402.

Greek (Liddell-Scott)

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, γειτνιάζων, ὅμορος, συγγείτον’ οἰκῶν γαῖαν Εὐρ. Ἱκ. 386.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
limitrophe.
Étymologie: σύν, γείτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).

Greek Monotonic

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που συνορεύει με, γειτονικός, γείτονας, σε Ευρ.