στήδην

Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Adv.

   A = στάδην, by weight, Nic.Al.327.

German (Pape)

[Seite 940] adv., = στάδην 2, nach dem Gewicht, zugewogen, Nic. Al. 327.

Greek (Liddell-Scott)

στήδην: Ἐπίρρ. = στάδην ΙΙ, κατὰ τὸ βάρος, «μὲ τὸ ζύγι», Νικ. Ἀλεξιφ. 327.

French (Bailly abrégé)

adv.
au poids.
Étymologie: ἵστημι, -δην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με το ζύγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. στη- του ἵστημι με επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στά-δην)].

Greek Monotonic

στήδην: επίρρ. = στάδην II, κατά το βάρος, με το ζύγι.