συνδιαβαίνω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A go through or cross over together, Th.6.101, X.An. 7.1.4; τινι with one, Plu.Sert.12, Lib.Or.18.67.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. βαίνω), mit od. zugleich durch-od. hinübergehen; Thuc. 6, 101; Xen. An. 7, 1, 4; Folgde, wie Plut. Sert. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβαίνω: διαβαίνω, διέρχομαι ὁμοῦ, Θουκ. 6. 101, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 4· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Σερτώρ. 12.

French (Bailly abrégé)

traverser en même temps ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, διαβαίνω.

Greek Monolingual

Α
διέρχομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

Α
διέρχομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιαβαίνω: μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ από κοινού, σε Ξεν.