συντερετίζω

Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A whistle an accompaniment, Thphr.Char.19.10.

Greek (Liddell-Scott)

συντερετίζω: ὁμοῦ τερετίζω, αὐλούμενος… συντερετίζειν Θεοφρ. Χαρ. 21, Schneid.

French (Bailly abrégé)

accompagner en fredonnant.
Étymologie: σύν, τερετίζω.

Greek Monolingual

Α
τερετίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τερετίζω «κελαηδώ, τιτιβίζω»].

Greek Monotonic

συντερετίζω: παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.