συντερετίζω

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερετίζω Medium diacritics: συντερετίζω Low diacritics: συντερετίζω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΕΤΙΖΩ
Transliteration A: synteretízō Transliteration B: synteretizō Transliteration C: synteretizo Beta Code: suntereti/zw

English (LSJ)

whistle an accompaniment, Thphr. Char.19.10.

French (Bailly abrégé)

accompagner en fredonnant.
Étymologie: σύν, τερετίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντερετίζω [σύν, τερετίζω] mee neuriën. Thphr. Char. 19.10.

Greek Monolingual

Α
τερετίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τερετίζω «κελαηδώ, τιτιβίζω»].

Greek Monotonic

συντερετίζω: παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.

Greek (Liddell-Scott)

συντερετίζω: ὁμοῦ τερετίζω, αὐλούμενος… συντερετίζειν Θεοφρ. Χαρ. 21, Schneid.

Middle Liddell

to whistle an accompaniment, Theophr.

German (Pape)

mit trillern, Theophr. char. 21.