συνικνέομαι

Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A reach quite, πρός τι Thphr.CP2.4.4 codd. (Schneid. μὴ διικνεῖσθαι).    2 pertain to, interest, Arist.EN1101a25.

Greek (Liddell-Scott)

συνικνέομαι: ἀποθετ., ἱκνοῦμαι, φθάνω ἐντελῶς, ἐκτείνομαι, πρός τι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4 (Schneid. διικνεῖσθαι)· παρέχω ἐνδιαφέρον, τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων τῶν δ’ ἧττον, τῶν μὲν παρεχόντων περισσότερον ἐνδιαφέρον τῶν δὲ ὀλιγώτερον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 venir ensemble, se réunir, se rencontrer;
2 concerner, intéresser.
Étymologie: σύν, ἱκνέομαι.

Greek Monotonic

συνικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ῑκόμην, φθάνω σε, επιδεικνύω ενδιαφέρον, σε Αριστ.