τιμωρητέον

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A one must visit with vengeance, punish, τινας Isoc.15.174; τι Pl.Lg. 867c.    II τιμωρητέος, α, ον, that ought to be punished, ὑπὲρ ἁπάντων τ. ὡς κοινὸς ἐχθρός D.21.142.    III -ητέον one must assist, Hdt.7.168: pl. τιμωρητέα, Th.1.86.    2 one must defend, τῷ ἐναντίῳ λόγῳ Hp.Acut.37.β.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμωρητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ἡρόδ. 7. 168· οὕτως ἐν τῷ πληθ. τιμωρητέα, Θουκ. 1. 86. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐπικουρίας ἢ βοηθείας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἐκδικηθῇ, νὰ τιμωρήσῃ, τινὰ Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 186· τι Πλάτ. Νόμ. 867C. ΙΙΙ. τιμωρητέως, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, ὑπέρ τινος Δημ. 561. 2.

Greek Monotonic

τῑμωρητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ηρόδ.· ομοίως στον πληθ., τιμωρητέα, σε Θουκ.
II. αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να εκδικηθεί, να τιμωρήσει κάποιον, τινά, σε Ισοκρ.
III. τιμωρητέος, , -ον, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμωρήσει, σε Δημ.