ὑπέρμεγας

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

άλη, α,

   A immensely great, Ar.Eq.158, Ael.NA6.63, etc.

German (Pape)

[Seite 1198] μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρμεγας: άλη, α, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δὲ ὑπέρμεγας Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 63, κλπ.

Greek Monolingual

ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ μέγας
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης.

Greek Monotonic

ὑπέρμεγας: -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.