ὑπεράφανος

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.

English (Slater)

ὑπερᾱφᾰνος
   1 arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υπερήφανος.

Greek Monotonic

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.