ὑπεράφανος
English (LSJ)
ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.
English (Slater)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. υπερήφανος.
Greek Monotonic
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.
ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.
-ον, Α
βλ. υπερήφανος.
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.