ὑφόρμισις

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A harbour, anchorage, AP7.699.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.

Greek Monotonic

ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.