προσόρμιση
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Greek Monolingual
η / προσόρμισις, -ίσεως, ΝΜΑ προσορμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου
μσν.
προσέγγιση.