προσόρμιση
From LSJ
Greek Monolingual
η / προσόρμισις, -ίσεως, ΝΜΑ προσορμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου
μσν.
προσέγγιση.
η / προσόρμισις, -ίσεως, ΝΜΑ προσορμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου
μσν.
προσέγγιση.