ὑψίπολις

Revision as of 02:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ιδος or εως, ὁ, ἡ,

   A citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.

Greek Monolingual

-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολίτης ένδοξης πόλης
2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ-πολις)].

Greek Monotonic

ὑψίπολις: ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.