ἄπολις
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ι: gen. -ιδος or -εως, Ion. -ιος: dat.
A ἀπόλι Hdt.8.61:—without city, state or country, Id.7.104, 8.61, etc.; outlaw, banished man, ἄ. τινα τιθέναι, ποιεῖν, S.OC1357, Antipho2.2.9, Pl.Lg.928e, etc.; προβαλέσθαι S.Ph.1018; ἀ. ἀντὶ πολιτῶν Lys.20.35; ἄπολις τῆς ἀρχαίας (sc. πόλεως) Aristid.Or.26(14).75.
2 no true citizen, opp. ὑψίπολις, S.Ant.370.
II of a country, without cities, Plu.Tim. 1, Philostr.VA1.24.
III πόλις ἄπολις a city that is no city, a ruined city, ἄ. Ἰλίου πόλιν ἔθηκας A.Eu.457, cf. E.Tr.1292; also, one that has no constitution, no true city, Pl.Lg.766d.
Spanish (DGE)
-ι
• Morfología: [dat. sg. ἀπόλι Hdt.8.61; plu. ἀπόλιδες X.HG 6.3.1, Plb.4.54.5]
I 1de pers. que no tiene ciudad o patria Hdt.7.104, l.c., ὁ ἄπολις διὰ φύσιν ... ἤτοι φαῦλός ἐστιν ἢ κρείττων ἢ ἄνθρωπος el que carece de patria por naturaleza o es inferior o es superior al hombre Arist.Pol.1253a3
•desterrado S.Ant.370, Pl.Lg.928e
•como pred. c. τιθέναι, ποιεῖν, etc., S.OC 1357, Antipho 2.2.9, X.HG 6.3.1, Isoc.14.55, D.57.70, ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις E.Hec.669, ἄπολις ἄοικος E.Hipp.1029, cf. Chrysipp.Stoic.3.170.14, ἄτεκνος ἄπολις ἄφιλος E.IT 220, ἀντὶ ... πολιτῶν ἀπόλιδες Lys.20.35, cf. Plb.4.54.5, Plu.2.601b, ἄπολις λειψίπατρις SB 10018c (VI d.C.), del que se retira del mundo, Basil.Ep.2.2.24
•en lit. crist. que no tiene sede de obispos CEph.(431) Ep.(ACO 1.1.3 p.7.24).
2 de pers. que carece de la ciudadanía romana Dig.32.1.3, 48.19.17.1.
3 de un país que carece de ciudades Plu.Tim.1, Philostr.VA 1.24, ἄπολιν καὶ ἀοίκητον αὑτοῖς τὴν οἰκουμένην ποιοῦμεν Plu.2.601d.
II que no es ciudad Τροίαν ἄ. Ἰλίου πόλιν ἔθηκας A.Eu.457, cf. E.Tr.1292
•tb. de una ciudad que carece de constitución Pl.Lg.766d.
German (Pape)
[Seite 312] ιδος, ὁ, ἡ (dat. ἄπολι Her. 8, 61; voc. ἄπολι Plut. Them. 11), ohne Stadt, ohne Vaterland, ἄπ., ἔρημος, ἄφιλος vrbdt Soph. Phil. 1006; vgl. Pol. 4, 54; auch von Ländern, καὶ ἀνάστατος ἡ Σικελία Plut. Timol. 1; att., ohne Staat, wer das Bürgerrecht verloren hat, verbannt, Plat. Legg. XI, 928 e; Antiph. II β 9; ἀπόλιδες ἀντὶ πολιτῶν Lys. 20, 35; Xen. Hell. 6, 3, 1 u. Sp.; Suid. erklärt es auch ἀγεννής, ἀπαίδευτος, nicht städtisch, bäurisch, wie Schol. Soph. Ant. 367 es ταπεινός erkl., wo der Gegensatz ὑψίπολις ist, also nichts geltend im Staat; – πόλις ἄπολις Aesch. Eum. 435, eine Stadt, die keine mehr ist; eine Stadt ohne Verfassung, Plat. Legg. VI, 766 d.
French (Bailly abrégé)
ις, gén. ιδος (ὁ, ἡ)
I. sans villes (pays);
II. sans cité, sans patrie ; particul. :
1 banni de la cité, de sa patrie ; ἄπολίν τινα τιθέναι SOPH faire de qqn un exilé, bannir qqn;
2 indigne de vivre dans la cité;
III. cité qui n'en est plus une.
Étymologie: ἀ, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
ἄπολις: ιδος adj. (ион. dat. ἀπόλῑ)
1 не имеющий или лишенный отечества Her., Soph., Lys., Xen., Plat.;
2 недостойный быть гражданином (ἄ., ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι Soph.);
3 не имеющий граждан, обезлюдевший (Σικελία Plut.);
4 не имеющий гражданских установлений (πόλις ἄ. Plat. - ср. 5);
5 прекративший (как город) свое существование, разрушенный (ἄ. Ἰλίου πόλις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπολις: οὐδ. -ι: γεν, -ιδος ἢ -εως, Ἰων. -ιος: δοτ. ἀπόλι, Ἡρόδ. 8. 61: - ὁ μὴ ἔχων πόλιν, πολιτεία ἢ πατρίδα, Ἡρόδ. 7. 104, 8. 61, Πλάτ. Νόμ. 928Ε, κτλ.· ὁ ἀπολέσας τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, ἐξόριστος, ἄπ. τινὰ τιθέναι, ποιεῖν Σοφ. Ο.Κ. 1357, Ἀντιφῶν 117. 21, κτλ.· προβαλέσθαι Σοφ. Φ. 1018· ἀπ. ἀντὶ πολιτῶν Λυσ. 161. 16. 2) ὁ μὴ ἀγαθὸς πολίτης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑψίπολις, ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι Σοφ. Ἀντ. 370. 3) ἐπὶ χώρας, ἄνευ πολιτῶν, Πλουτ. Τιμολ. 1. ΙΙ. πόλις ἄπολις, πόλις μὴ οὖσα πλέον πόλις, κατεστραμμένη πόλις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 457· πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1292· ὡσαύτως ἡ μὴ ἔχουσα πολιτικὸν ὀργανισμὸν πόλις, ἡ ἄνευ πολιτεύματος, Πλάτ. Νόμ. 766D.
Greek Monolingual
(Α ἄπολις, -ιδος κ. -εως κ. ιων. -ιος, -ι)
1. αυτός που δεν έχει δική του πόλη, ο άπατρις
2. αυτός που έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα
νεοελλ.
ο στερημένος από κάθε ιθαγένεια, μη αναγνωριζόμενος από καμιά πολιτεία ως υπήκοος της
αρχ.
1. ο μη γνήσιος πολίτης
2. (για χώρα) ο δίχως πόλεις
3. φρ. «πόλις ἄπολις»
α) πόλη χωρίς πολίτες, τελείως ερημωμένη
β) πόλη χωρίς οργάνωση, χωρίς θεσμούς.
Greek Monotonic
ἄπολις: ουδ. -ι· γεν. -ιδος ή -εως, Ιων. -ιος· Ιων. δοτ. ἀπόλι·
I. αυτός που δεν έχει πόλη, οργανωμένη πολιτεία ή χώρα, ο εκτός νόμου, αυτός που έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
II. πόλις ἄπολις, η πόλη που κατ' ουσίαν δεν είναι πόλη, δηλ. ερειπωμένη, κατεστραμμένη πόλη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. one without city, state or country, an outlaw, Hdt., Soph., etc.
II. πόλις ἄπολις a city that is no city, a ruined city, Aesch.