δραξ

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek Monolingual

και δράκα, η (AM δράξ)
1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος του χεριού, δράγμα
2. παλάμη, χούφτα.

Russian (Dvoretsky)

δραξ: δρᾰκός ἡ горсть (πηλοῦ Batr.).