ἀπολέμητος

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A not warred on, Plb.3.90.7, Luc.DDeor.20.12.

German (Pape)

[Seite 311] unbekriegt, χώρα Pol. 3, 90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέμητος: -ον, ὁ μὴ πολεμηθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, χώραν πολλῶν χρόνων ἀπολέμητον Πολύβ. 3. 90, 7. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 12, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 contra el que no se ha hecho la guerra χώρα Plb.3.90.7, ἀπολέμητος ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς ἀρχή el reino de mi padre está libre de guerra Luc.DIud.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.
2 fig. invencible de la paz de Cristo, Meth.Palm.M.18.389C.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολέμητος, -ον) πολεμώ
όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμου
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση
2. αυτός που δεν πολέμησε
μσν.
ο ακαταμάχητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολέμητος: не охваченный войной Polyb., Luc.