πολεμώ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
(I)
πολεμῶ, πολεμέω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν πόλεμος
1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.)
2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία τους»)
3. μάχομαι («τίνες δέ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρραλέοι εἰσί;», Πλάτ.)
4. προσπαθώ να εξουδετερώσω κάποιον ή να απαλλαγώ από κάτι («πρέπει να πολεμήσουμε κατά της εγκληματικότητας»)
5. (σχετικά με νόσο) καταπολεμώ
νεοελλ.
1. καταβάλλω έντονη προσπάθεια να πετύχω κάτι, μοχθώ, πασχίζω («να το μάτι που τον ήλιο πολεμάει να ματαϊδεί», Σολωμ.)
2. κουράζομαι κατά τη διάρκεια της εργασίας μου («στ' αργαστήρι δουλεύω χρυσικός, πολεμώ», Παλαμ.)
3. φρ. «καλώς τά πολεμάτε» — χαιρετισμός διαβάτη προς εργαζομένους
4. παροιμ. «όγιος (=όποιος) πολεμά δε χάνει» — ο εργαζόμενος πάντοτε ωφελείται
μσν.
παθ. πολεμοῦμαι, πολεμέομαι
υφίσταμαι πολεμική επίθεση
αρχ.
φιλονικώ, τσακώνομαι («ἀλλὰ τί ποτε σύ, ὦ παῖ, τῷ Σάκᾳ οὕτω πολεμεῖς;», Ξεν.).
(II)
πολεμόω, Α πόλεμος
1. κάνω κάποιον εχθρό με κάποιον άλλο (α. «ἐφ' οἷς ἀγανακτήσασα ἡ θεία δίκη αὐτὸν τοι τὸν Ἀντίοχον ἐπολέμωσεν», ΠΔ
β. «ἐνδοιάζῃ χωρίον προσλαβεῖν ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται», Θουκ.)
2. μέσ. πολεμοῦμαι, -όομαι
κάνω κάποιον εχθρό μου.