επίθεση
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
Greek Monolingual
η (AM ἐπίθεσις) ἐπιτίθημι
1. έφοδος, εφόρμηση («ἡ Περςῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν», Πλάτ.)
2. τοποθέτηση επάνω σε κάτι («επίθεση σφραγίδας», «διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων δίδοται το Πνεῡμα τὸ Ἅγιον», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μτφ. πιεστική προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων
2. γραπτή ή προφορική κατακραυγή εναντίον κάποιου
αρχ.
1. τοποθέτηση πάνω σε βάθρο
2. πρόσθεση, προσθήκη
3. εφαρμογή
4. επιβολή πρόσθετων βαρών
5. απόπειρα («τῶν δ’ ἐπιθέσεων αἱ μὲν ἐπὶ τὸ σῶμα γίγνονται τῶν ἀρχόντων, αἱ δ’ ἐπὶ τὴν ἀρχήν», Αριστοτ.)
7. (για αρρώστια) βαρύτερη προσβολή
8. (με γεν.) απόπειρα για απόκτηση ενός πράγματος («πρὸς τὴν ἐπίθεσιν τῆς τυραννίδος εὐθέτως διακειμένους», Διόδ. Σικ.)
9. απάτη, δόλος
10. μικρή κάλπις πάνω σε σορό.