καταρρακόω

Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.

Greek Monotonic

καταρρᾰκόω: σχίζω σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. κατερρακωμένος, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταρρακόω: разрывать в клочья, растерзывать (ἄναρθρος καὶ κατερρακωμένος Soph.).