πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, Ἀνθ. Π. 8. 116.
ος, ον :qui siège en avant.Étymologie: πρό, θρόνος.
ὁ, Απρόεδρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θρόνος.
πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.
πρόθρονος: ὁ председатель, глава (εὐγενέων Anth.).