πρόθρονος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège en avant.
Étymologie: πρό, θρόνος.
Russian (Dvoretsky)
πρόθρονος: ὁ председатель, глава (εὐγενέων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, Ἀνθ. Π. 8. 116.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πρόεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θρόνος.
Greek Monotonic
πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
πρό-θρονος, ὁ,
a president, Anth.