ἀμφιλογέομαι

Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

Dep.,

   A dispute, doubt, περί τινος Plu.Lys.22.—Act. in J.AJ 8.1.4, Hsch.

German (Pape)

[Seite 140] streiten, περί τινος, Plut. Lys. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλογέομαι: ἀποθ., ἀμφιβάλλω, ἐρίζω, φιλονεικῶ, περί τινος, ὡς τὸ ἀμφιλέγω, Πλουτ. Λύσ. 22. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἱ. 18. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
disputer.
Étymologie: ἀμφίλογος.

Greek Monotonic

ἀμφιλογέομαι: αποθ., διαφωνώ, ερίζω, περί τινος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλογέομαι: спорить (περί τινος Plut.).