σκιμπόδιον

Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό, Dim. of σκίμπους, Philem.26, Luc.Asin.3, etc.

German (Pape)

[Seite 899] τό, = Folgdm; Luc. as. 3; Ath. XII, 550 f. Schol. Ar. Nubb. 255, Lob. Phryn. 62.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκίμπους, Φιλήμ. ἐν «Ἐφεδρ.» 1, Λουκ. Ὄν. 3, κτλ.· οὕτω σκιμποδίσκος, ὁ, Συνέσ. 23D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκίμπους.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκίμπους, -οδος]
υποκορ. μικρό σκαμνί, σκαμνάκι.

Russian (Dvoretsky)

σκιμπόδιον: τό небольшое ложе, кроватка Luc.