σκαμνάκι

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σκαμνί
2. στον πληθ. τα σκαμνάκια
είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παιδιά πλέκουν τα χέρια τους και ένα τρίτο κάθεται πάνω σε αυτά.