ἀνεύρετος

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A undiscovered, Pl.Lg.874a, D.S.5.20, Plu.2.700d, POxy.472.14 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 227] nicht aufzufinden, Plat. Legg. IX, 874 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύρετος: -ον, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ εὕρῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 874Α, Διόδ. 5. 20, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut découvrir.
Étymologie: ἀνευρίσκω.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. -ρητος PAmh.2.125 praef. (I d.C.)
1 no descubierto ἐὰν ... ὁ κτείνας ... ἀνεύρετος γίγνηται Pl.Lg.874a, ἄνδρες PAmh.l.c., δοῦλος POxy.472.14 (II d.C.). de una isla, D.S.5.20, αἰτία Plu.2.700d, κακία PSI 234.12 (II d.C.).
2 que no puede ser descubierto τὸ καλόν Ph.1.568, βιβλία SB 7378.7 (II d.C.), βίβλοι Corp.Herm.Fr.23.8, ὁ ἀληθὴς λόγος S.E.P.2.167.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεύρετος, -ον) ευρίσκω
εκείνος που δεν έχει ή είναι δύσκολο να βρεθεί, να ανακαλυφθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεύρετος: не могущий быть обнаруженным (ὁ κτείνας Plat.; αἰτία Plut.; νῆσος Diod.).