θριγγός

Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1218] Sp., weichere Formen für θριγκίον, θριγκός; – θριγγεῖον, Eum., ist f. l.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réc. c. θριγκός.

Greek Monolingual

θριγγός, ὁ (Α)
βλ. θριγκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θριγκός].

Russian (Dvoretsky)

θριγγός: ὁ Plut. = θριγκός.