κατάδημα

Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A band, fastening, Arist.Pr.938a14.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδημα: τό, λέξις ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.

Greek Monolingual

κατάδημα, τὸ (Α) καταδέω (Ι)]
διάδημα, ταινία κεφαλιού.

Russian (Dvoretsky)

κατάδημα: ατος τό отверстие или полость (ἀμφορέως Arst.).