προχόω

Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

collat. pres. of προχώννυμι,

   A pile in front, heap up, χῶμα Pl. Criti. 111b (nisi leg. προσχοῖ), cf. Aristid.1.128J.

German (Pape)

[Seite 800] = προχώννυμι; προχοῖ, Plat. Critia. 111 b.

Greek (Liddell-Scott)

προχόω: ἰσοδύναμος ἐνεστ. τοῦ προχώννυμι, ἐπισωρεύω ἐμπρός, χῶμα Πλάτ. Κριτί. 111Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 128.

Greek Monolingual

Α
συσσωρεύω χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χόω/χῶ «συσσωρεύω χώμα»].

Russian (Dvoretsky)

προχόω: нагромождать, насыпать, наносить (χῶμα Plat.).