ἐπικαμπύλος

Revision as of 06:37, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A crooked, curved, ὤμους in the shoulders, h.Merc.90; ἐ. κᾶλα Hes.Op.427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recourbé, voûté.
Étymologie: ἐπί, καμπύλος.

Greek Monotonic

ἐπικαμπύλος: [ῠ], -ον, καμπυλωτός, λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαμπύλος: (ῠ) согнутый, искривленный (κᾶλα Hes. - v. l. ἔπι καμπύλα): γέρων ἐ. ὤμους HH согбенный старик.