ἑπτάγλωσσος

Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A seven-toned, φόρμιγξ Pi.N.5.24.

German (Pape)

[Seite 1012] φόρμιγξ, siebenzüngig, d. i. siebenstimmig, od.- faitig, Pind. N. 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάγλωσσος: -ον, ἑπτάφθογγος, ἑπτάτονος, φόρμιγξ Πινδ. Ν. 5. 43.

English (Slater)

ἑπτᾰγλωσσος, -ον
   1 seven voiced φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (cf. ἑπτάκτυπος) (N. 5.24)

Greek Monolingual

ἑπτάγλωσσος, -ον (Α)
(για φόρμιγγα) με επτά τόνους («φόρμιγγ’ Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων», Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάγλωσσος: семиязычный, т. е. семиструнный (φόρμιγξ Pind.).